-
1 καθηγητης
-
2 καθηγητής
-
3 καθηγητής
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καθηγητής
-
4 καθηγητής
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καθηγητής
-
5 καθηγητής
руководитель, наставник, учитель.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > καθηγητής
-
6 καθηγητὴς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > καθηγητὴς
-
7 καθηγητής
[катигитис] ουσ. а. преподаватель, профессор,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καθηγητής
-
8 καθηγητής
[катигитис] ουσ α преподаватель, профессор. -
9 μεταδοτικός
η, ό[ν]1) умеющий передавать (знания и т. п.);ο καθηγητής μας είναι μεταδοτικός — наш преподаватель очень доходчиво объясняет;
2) доходчивый, доступный (об объяснениях и т. п.);3) заразительный (о смехе); 4) заразный, инфекционный; прилипчивый (разг);μεταδοτικές αρρώστιες — инфекционные болезни
-
10 μηδενίζω
μετ.1) превращать в ничто; сводить к нулю; уничтожать; зачёркивать;όλα τα μηδενίζει — он ничего не признаёт, всё перечёркивает, сводит к нулю;
2) ставить единицу, нуль (в греческой школе);με μηδένισε ο καθηγητής преподаватель мне поставил нуль -
11 ομότιμος
η, ο [ος, ον ] равноценный;§ ομότιμος καθηγητής — профессор, ушедший на пенсию
-
12 τακτικός
η, ό[ν] 1.1) постоянный; регулярный; частый;τακτικός πελάτης — постоянный клиент;
τακτική συγκοινωνία — регулярное сообщение;
τακτικός στρατός — регулярная армия;
2) аккуратный; соблюдающий порядок;3) штатный;τακτικός καθηγητής — штатный преподаватель;
4) тактический;τακτικός ελιγμός — тактический манёвр;
§ τακτική αμαξοστοιχία — пассажирский поезд;
τακτικά αριθμητικά — порядковые числительные;
2. (ο) солдат регулярной армии;με γράψαν τακτικό — меня взяли в армию
-
13 2519
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2519
См. также в других словарях:
καθηγητής — guide masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθηγητής — ο, θηλ. καθηγήτρια (AM καθηγητής) [καθηγοῡμαι] 1. αυτός που διδάσκει κάτι με γνώση και κύρος, διδάσκαλος (α. «καθηγητής χορού» β. «μηδὲ κληθῆτε καθηγηταί, εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν καθηγητής, ὁ Χριστός», ΚΔ) 2. αυτός που έχει επάγγελμα να διδάσκει τα… … Dictionary of Greek
καθηγητής — ο θηλ. καθηγήτρια αυτός που διδάσκει στις ανώτατες ή ανώτερες σχολές ή στα σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης: Σε κάθε γυμνάσιο οι περισσότεροι καθηγητές είναι οι φιλόλογοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σταματάκος, Ιωάννης — Καθηγητής στο πανεπιστήμιο, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (1898 1968). Καταγόταν από τη Λακωνία και σπούδασε φιλολογία στα πανεπιστήμια της Αθήνας, του Βερολίνου και της Οξφόρδης. Στο διάστημα 1917 1940 διατέλεσε καθηγητής στη μέση εκπαίδευση και,… … Dictionary of Greek
Σπυριδάκης, Γεώργιος — Καθηγητής στο πανεπιστήμιο, λαογράφος (1906 1975). Καταγόταν από την Κρήτη, σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστήμιου της Αθήνας και έπειτα ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Βιέννης. Διατέλεσε καθηγητής μέσης εκπαίδευσης,… … Dictionary of Greek
Σαρεγιάννης, Ιωάννης — Καθηγητής της φυτοπαθολογίας στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή της Αθήνας και συγγραφέας (Αλεξάνδρεια Αιγύπτου 1898 Αθήνα 1962). Διατέλεσε διευθυντής του τμήματος φυτοπαθολογίας του υπουργείου Γεωργίας (1930 1956), γενικός διευθυντής του… … Dictionary of Greek
καθηγηταῖς — καθηγητής guide masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθηγηταί — καθηγητής guide masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθηγητοῦ — καθηγητής guide masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθηγητᾶ — καθηγητής guide masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθηγητῇ — καθηγητής guide masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)